- λεύκη
- I
(Βοτ.). Βλ. λ. λεύκα ή λεύκη.II(Ιατρ.). Κοινή ονομασία δερματικής πάθησης (vitiligo vulgaris) κατά την οποία εμφανίζεται διαταραχή χρώσης του δέρματος οφειλόμενη στην εξαφάνιση της μελανίνης κατά περιοχές. Η αιτιολογία παραμένει άγνωστη, αν και ενοχοποιούνται γενετικοί και αυτοάνοσοι μηχανισμοί. Εκδηλώνεται συνήθως σε νεαρή ηλικία, περισσότερο στις γυναίκες, με την εμφάνιση λευκών κηλίδων ποικίλου μεγέθους και σχήματος, με σαφή όρια, σε αναλλοίωτο δέρμα. Σταδιακά οι κηλίδες μεγαλώνουν και συνενώνονται, σχηματίζοντας μεγάλες γαλακτόχρωμες περιοχές στις οποίες το χρώμα των τριχών γίνεται τεφρό.Μία σύγχρονη μέθοδος θεραπείας είναι η PUVA (Psoralen Ultraviolet A) από την ονομασία της φαρμακευτικής ουσίας ψωραλένιο, το οποίο χορηγείται στον πάσχοντα σε συνδυασμό με την έκθεσή του στην υπεριώδη ακτινοβολία που εκπέμπεται από ειδικά σχεδιασμένες λάμπες. Η συνδυασμένη αυτή δράση αποσκοπεί στον ερεθισμό του δέρματος για να παράγει μελανίνη στις περιοχές του δέρματος όπου λείπει. Άλλη μέθοδος είναι η πρόκληση παραγωγής μελανίνης με τη χρήση κορτιζόνης για ένα διάστημα από τρεις έως έξι μήνες. Και οι δύο θεραπείες είναι αποτελεσματικές μόνο στο 65% των ασθενών που τις εφαρμόζουν. Μία άλλη μέθοδος, με πολύ περιορισμένα όμως αποτελέσματα, είναι η μεταμόσχευση δέρματος.* * *η (AM λεύκη)1. το δένδρο λεύκα2. δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από λευκομελανοδερμία («λειχῆνες καὶ λέπραι καὶ λεῦκαι», Ιπποκρ.)αρχ.1. τοποθεσία στην Αθήνα όπου γινόταν πώληση τών δημόσιων προσόδων2. το φυτό ανδρόσακες3. η κιμωλία4. στον πληθ. αἱ λεῡκαια) οι λευκές κηλίδες στα νύχιαβ) ονομασία διαφόρων εμπλάστρωνγ) είδη κοχυλιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκή, ουσιαστικοποιημένος τ. θηλ. τού επιθ. λευκός, με αναβιβασμό τού τόνου (βλ. και λεύκα)].
Dictionary of Greek. 2013.